- μναϊαίος
- μναϊαῑος και μναγιαῑος, -α, -ον (Α)1. μνααίος*2. αυτός που αναφέρεται στη μνα3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μναϊαῑονη μνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. πλεθρ-ιαίος/ποδ-ιαίος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.